ρεφούζιο

ρεφούζιο
το табак низкого сорта, негодный табак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρεφούζιο" в других словарях:

  • ρεφούζιο — και ρουφούζι, το, Ν το κακής ποιότητας και μαύρου χρώματος φύλλο καπνού που, κατά τη διαλογή, χαρακτηρίζεται ως άχρηστο και ακατάλληλο και απορρίπτεται …   Dictionary of Greek

  • ρουφούζι — το Ν βλ. ρεφούζιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»