Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεφούζιο — και ρουφούζι, το, Ν το κακής ποιότητας και μαύρου χρώματος φύλλο καπνού που, κατά τη διαλογή, χαρακτηρίζεται ως άχρηστο και ακατάλληλο και απορρίπτεται … Dictionary of Greek
ρουφούζι — το Ν βλ. ρεφούζιο … Dictionary of Greek